Δύστυχη Ελλάδα

[inline:gr.jpg]
«Δύστυχη Ἑλλάδα, νά ’ταν οἱ ξένοι μονάχα· μὰ καὶ οἱ Ἕλληνες; Καὶ καλά, οἱ Ἕλληνες γενικά· μὰ καὶ οἱ πιὸ κοντινοί μας, οἱ «διανοούμενοι»; Νὰ βλέπουν τὸν τόπο τους μὲ συγκατάβαση, σὰ μιὰ ὁποιαδήποτε μικρὴ χῶρα τῆς Μέσης Ἀνατολῆς; Ἐπειδὴ τὰ Πανεπιστήμια δὲν εἶχαν συγχρονισμένα ἐργαστήρια, γιὰ νὰ μὴν πῶ: κι ἐπειδὴ τὰ οὐρητήρια δὲ διαθέτανε ἠλεκτρονικὸ μάτι; Ἔ, λοιπὸν κι ἐγὼ θὰ τὸ ἐξομολογηθῶ: ἔνιωθα ἕνας ἀριστοκράτης ποὺ εἶχε -ὁ μόνος ποὺ εἶχε- τὸ προνόμιο νὰ λέει τὸν οὐρανό «οὐρανό», καὶ τὴ θάλασσα «θάλασσα», ἀκριβῶς ὅπως ἡ Σαπφώ, ἀκριβῶς ὅπως ὁ Ρωμανός… καὶ μόνον ἔτσι νὰ βλέπω ἀλήθεια τὸ γαλάζιο τοῦ αἰθέρος ἢ ν’ ἀκούω τὸ ρόχθο τοῦ πελάγους…» [1].

«Μιλῶ γιὰ μιὰ ἀριστοκρατικὴ ἀντίληψη, ποὺ συμβαίνει νὰ μὴν τὴν ἔχουν διόλου οἱ ἀριστοκράτες καὶ νὰ τὴν ἔχουν μὲ τὸ παραπάνω οἱ μικροὶ πληθυσμοὶ τοῦ Ἀρχιπελάγους· οἱ κυρ-Γιάννηδες κι οἱ κυρα-Μαρίες…». [2]

«…νά ’ταν οἱ ξένοι μονάχα· μὰ καὶ οἱ Ἕλληνες;».

Αυτὸ τὸ ἔξοχο ἀπόσπασμα τοῦ Ἐλύτη μοῦ ἦλθε στὸ νοῦ, ὅταν πληροφορήθηκα, ὅπως καὶ οἱ Πανέλληνες, γιὰ τὰ φραστικὰ ξεβρακώματα ἐκείνης τῆς δυσαναβάτου σαχλαμάρας κυρίας Πανταδίνου, ποὺ παρίστανε τὴν πρέσβειρά μας στὰ Σκόπια. Δὲν εἶναι μόνο ποὺ ἡ σαχλεπίσαχλος αὐτὴ Κατιτίδου-πρεσβευτίνα, τρυχῆ κατένειμε τὶς τρίχες της περὶ Σκοπιανοῦ: ἕνα, σὲ λάθος τόπο (πρέσβειρα αὐτὴ στὰ Σκόπια), δύο, σὲ λάθος χρόνο (τώρα ποὺ μᾶς πιέζουν οἱ Νατο-ἀμερικανοὶ ἐκβιασμοί) καὶ τρία, σὲ λάθος Μέσον (σὲ φυλλάδα τοῦ ἀμερικανικοῦ οἰκονομικοῦ κατεστημένου, ὅπου ἤδη οἱ Σκοπιανοὶ ἀμερικανοπράκτορες εἶχαν καταχωρίσει πληρωμένη διαφήμιση τῆς ληστοσυμμορίας τους). Ἐπίσης, δὲν εἶναι μόνον ποὺ ἡ πανάσχετη ἐν διπλωματίᾳ θεραπαινὶς τοῦ δυτικοῦ μονοδογματισμοῦ («pensιe unique»), ἀγνοοῦσε τὸν Θουκυδίδη της: στὶς διεθνεῖς σχέσεις εἶσαι πάντοτε μόνος, ἀσχέτως τῶν δῆθεν «συμμαχιῶν», ποὺ δὲν εἶναι παρὰ προσωρινὴ σύγκλιση συμφερόντων: «…καὶ ὅσῳ αὐτοὶ αὐτῶν δυνατώτεροι ἐγίγνοντο καὶ ἡμεῖς ἐρημότεροι…».

Ὅταν, τοὺς πρώην σοβιετοκαγκεμπίτες καὶ νῦν ἀμερικανομαφιόζους «ἰθύνοντες» Σκοπιανούς, τοὺς δυναμώνουν τὰ ἀφεντικά τους, δὲν πᾶς ἐσύ, θουκυδιδείως ἀναλφάβητη τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν τεμενάδων, νὰ ρίξεις λάδι στὴ φωτιὰ τῆς Ἐρημιᾶς μας («καὶ ἡμεῖς ἐρημότεροι»). Καὶ νὰ πεῖς, γελοιωδῶς πανάσχετη, ὅτι πρέπει νὰ προσκυνήσουμε. Διότι, «εὐθύς» ἀμέσως, θὰ ἐπέλθει κάτι μεῖζον εἰς βάρος μας ἀπὸ τὰ Ἀφεντικά, ἐπειδὴ ἀπὸ φόβο ἐμεῖς ὑποκύψαμε στὶς ἐπιταγές τους: («εὐθὺς τι μεῖζον ἐπιταχθήσεσθε ὑμῖν, ὡς φόβῳ καὶ τοῦτο ὑπακούσαντες…». Ναὶ ρέ, πρεσβευτικὴ ἀσχετίλα! Καὶ «πολὺ Δυτικόφρων», δηλαδή… Ἀλλ’ ὄχι θουκυδιδειόφρων… Δὲν ἦταν λοιπὸν ἡ «ἐπαγγελματικὴ» ἀσχετίλα, ποὺ μὲ ἐνόχλησε στὴν πρέσβειρα κυρία Κατιτίδου (ἰδοὺ ἕνα παράδειγμα γιὰ τὴν ἀλήθεια περὶ τὸ «ὄνομα»: ἐνοχλεῖ ἢ δὲν ἐνοχλεῖ ἡ παραποίηση ποὺ τῆς κάνω, δημιουργεῖ ἢ δὲν δημιουργεῖ ἀταξία καὶ ἑστία συγκρούσεων αὐτὴ ἡ παραχάραξη τῆς αὐθεντικότητας ποὺ διαπράττω, τώρα, εἰς βάρος τοῦ ὀνόματος τῆς κυρίας πρέσβειρας;).
Κώστας Ζουράρις

Νεκτάριος Κατσιλιώτης

Ιστορικός - Εκδότης

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *